- εὐλιμενότης
- εὐλιμεν-ότης, ητος, ἡ,A good harbourage, Men.Rh.p.352S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευλιμενότης — εὐλιμενότης, ἡ (Α) [ευλίμενος] το να έχει μια χώρα καλά λιμάνια, το ευλίμενο … Dictionary of Greek
εὐλιμενότητα — εὐλιμενότης good harbourage fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)